Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μοντάνα
      γενική της Μοντάνας
    αιτιατική τη Μοντάνα
     κλητική Μοντάνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοντάνα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Montana < ισπανική montaña (βουνό)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μοντάνα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία