Δείτε επίσης: Μισισιπής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μισισίπι < (άμεσο δάνειο) αγγλική Mississippi με ορθογραφική απλοποίηση των διπλών συμφώνων

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μισισίπι ουδέτερο άκλιτο

Άλλες γραφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία