Δείτε επίσης: μητρώο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Μητρῷον τὰ Μητρῷ
      γενική τοῦ Μητρῴου τῶν Μητρῴων
      δοτική τῷ Μητρῴ τοῖς Μητρῴοις
    αιτιατική τὸ Μητρῷον τὰ Μητρῷ
     κλητική ! Μητρῷον Μητρῷ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μητρῴω
γεν-δοτ τοῖν  Μητρῴοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μητρῷον: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μητρῷος. Εννοείται το ουσιαστικό ἱερόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Μητρῷον ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη μήτηρ

  Πηγές επεξεργασία