Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μέντωρ οι Μέντορες
      γενική του Μέντορος των Μεντόρων
    αιτιατική τον Μέντορα τους Μέντορες
     κλητική Μέντορ Μέντορες
Συνήθως στον ενικό. Δείτε και το νεότερο «Μέντορας»
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmen.doɾ/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μέντωρ αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Μεντωρ-, Μεντορ-
ονομαστική Μέντωρ οἱ Μέντορες
      γενική τοῦ Μέντορος τῶν Μεντόρων
      δοτική τῷ Μέντορ τοῖς Μέντορσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Μέντορ τοὺς Μέντορᾰς
     κλητική ! Μέντορ Μέντορες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μέντορε
γεν-δοτ τοῖν  Μεντόροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μέντωρ, ήδη ομηρικό < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μέντωρ, -ορος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) μυθικό πρόσωπο της Οδύσσειας· έμπιστος φίλος του Οδυσσέα, σύμβουλος και καθοδηγητής του Τηλέμαχου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία