Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λουάντα οι Λουάντες
      γενική της Λουάντας
    αιτιατική τη Λουάντα τις Λουάντες
     κλητική Λουάντα Λουάντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κανονικά στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λουάντα < πορτογαλική Luanda

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λουάντα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία