Λευϊτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Λευϊτικό | ||
γενική | του | Λευϊτικού | ||
αιτιατική | το | Λευϊτικό | ||
κλητική | Λευϊτικό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λευϊτικό < (ελληνιστική κοινή) λεβυϊτικόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
Λευϊτικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία) το τρίτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και της Πεντατεύχου και κατ΄ επέκταση της Αγίας Γραφής.
Σημειώσεις επεξεργασία
- το Λευϊτικό περιλαμβάνεται στα λεγόμενα πρωτοκανονικά βιβλία.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Λευϊτικό