Κυπραίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈpɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κυ‐πραί‐ος
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κυπραίος | οι | Κυπραίοι |
γενική | του | Κυπραίου | των | Κυπραίων |
αιτιατική | τον | Κυπραίο | τους | Κυπραίους |
κλητική | Κυπραίε | Κυπραίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κυπραίος αρσενικό (θηλυκό Κυπραία)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κυπραίος
→ δείτε τη λέξη Κύπριος |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κυπραίος αρσενικό (θηλυκό Κυπραίου)