Κρήτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κρήτη | ||
γενική | της | Κρήτης | ||
αιτιατική | την | Κρήτη | ||
κλητική | Κρήτη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κρήτη < αρχαία ελληνική Κρήτη
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κρήτη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Κρήτη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κρήτη
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Κρήτη < Κρύς
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κρήτη θηλυκό
- το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας σε έκταση
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 172 (172-175)
- Κρήτη τις γαῖ᾽ ἔστι, μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, | καλὴ καὶ πίειρα, περίρρυτος· ἐν δ᾽ ἄνθρωποι | πολλοί, ἀπειρέσιοι, καὶ ἐννήκοντα πόληες· | ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη·
- Κάπου υπάρχει η Κρήτη, νησί στη μέση ενός πελάγου | βαμμένου στο μαβί, πλούσιο κι εύφορο, θαλασσοφίλητο· | το κατοικούν πολλοί, άνθρωποι αναρίθμητοι, σε πόλεις ενενήντα. | Μεικτή η γλώσσα τους κι ανάκατη, ανάλογα με τη φυλή·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Κρήτη τις γαῖ᾽ ἔστι, μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ, | καλὴ καὶ πίειρα, περίρρυτος· ἐν δ᾽ ἄνθρωποι | πολλοί, ἀπειρέσιοι, καὶ ἐννήκοντα πόληες· | ἄλλη δ᾽ ἄλλων γλῶσσα μεμιγμένη·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 172 (172-175)