Δείτε επίσης: κορώνη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κορώνη οι Κορώνες
      γενική της Κορώνης των (Κορωνών)
    αιτιατική την Κορώνη τις Κορώνες
     κλητική Κορώνη Κορώνες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈɾo.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κο‐ρώ‐νη

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Κορώνη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Κορώνη (η μεσαιωνική πόλη) < αρχαία ελληνική κορώνη[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορώνη θηλυκό

  1. παραλιακή κωμόπολη της Μεσσηνίας
  2. χερσόνησος της Αττικής στο Πόρτο Ράφτη

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Κορώνη < γενική ενικού του αρσενικού Κορώνης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορώνη θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 3 επεξεργασία

Κορώνη: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Κορώνη αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κορώνη < κορώνη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κορώνη θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία