Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κεϋλάνη < αγγλική Ceylon < πορτογαλική Ceilão < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από την αρχαία ελληνική Σελεδίβα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κεϋλάνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία