Δείτε επίσης: καραγκιόζης

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καραγκιόζης οι Καραγκιόζηδες
      γενική του Καραγκιόζη των Καραγκιόζηδων
    αιτιατική τον Καραγκιόζη τους Καραγκιόζηδες
     κλητική Καραγκιόζη Καραγκιόζηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

Καραγκιόζης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قره گوز (τουρκική Karagöz) < قره‎ (καρα-, kara μαύρος) + گوز (göz, μάτι) κυριολεκτικά: Μαυρομάτης

  Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɟo.zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρα‐γκιό‐ζης

  Κύριο όνομα

Καραγκιόζης αρσενικό

  1. ήρωας του θεάτρου σκιών, δύσμορφος, που περνάει από πολλές κακουχίες και βάσανα, αλλά καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην εξυπνάδα και την καπατσοσύνη του
  2. (συνεκδοχικά) το τουρκικό ή ελληνικό θέατρο σκιών
  3. (συνεκδοχικά) μια παράσταση θεάτρου σκιών
  4. ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό Καραγκιόζη)
  5. (μεταφορικά) → δείτε τη λέξη καραγκιόζης

Συγγενικά

επώνυμα:

Δείτε επίσης

Μεταγραφές

για επώνυμο:

  Μεταφράσεις