Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καθαρά Δευτέρα οι Καθαρές Δευτέρες
      γενική της Καθαράς Δευτέρας
    αιτιατική την Καθαρά Δευτέρα τις Καθαρές Δευτέρες
     κλητική Καθαρά Δευτέρα Καθαρές Δευτέρες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καθαρά Δευτέρα < → δείτε τις λέξεις καθαρός και Δευτέρα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.θaˈɾa ðeˈfte.ɾa/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καθαρά Δευτέρα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία