Δείτε επίσης: ισπανίδα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ισπανίδα οι Ισπανίδες
      γενική της Ισπανίδας των Ισπανίδων
    αιτιατική την Ισπανίδα τις Ισπανίδες
     κλητική Ισπανίδα Ισπανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ισπανίδα < Ισπαν(ός) + -ίδα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ισπανίδα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Ισπανία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ισπανός