Δείτε επίσης: θεσσαλονικιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεσσαλονικιά οι Θεσσαλονικιές
      γενική της Θεσσαλονικιάς των Θεσσαλονικιών
    αιτιατική τη Θεσσαλονικιά τις Θεσσαλονικιές
     κλητική Θεσσαλονικιά Θεσσαλονικιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεσσαλονικιά < Θεσσαλονικ-(ιός) + -ιά [1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεσσαλονικιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Θεσσαλονίκη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Θεσσαλονικιός

  Αναφορές επεξεργασία