Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ηρόδοτος οι Ηρόδοτοι
      γενική του Ηρόδοτου
Ηροδότου
των Ηρόδοτων
Ηροδότων
    αιτιατική τον Ηρόδοτο τους Ηρόδοτους
Ηροδότους
     κλητική Ηρόδοτε Ηρόδοτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ηρόδοτος < αρχαία ελληνική Ἡρόδοτος < Ἥρα και δοτός, που έχει δοθεί, διαλεχτεί από την Ήρα.

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ηρόδοτος αρσενικό

 
προτομή του Ηροδότου
  • αρχαίος Έλληνας ιστορικός και γεωγράφος (485 - 421/415 π.Χ.). Καταγόταν από εύπορη και φιλομαθή οικογένεια και ανατράφηκε σ' ένα περιβάλλον σεβασμού του Ομήρου και παλαιών θρύλων. Έγραψε για τους Περσικούς Πόλεμους ανάμεσα στους Έλληνες και τους Πέρσες, καθώς και περιγραφές για διάφορα μέρη και πρόσωπα που συνάντησε στα ταξίδια του.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία