Εύα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εύα | οι | Εύες |
γενική | της | Εύας | — | |
αιτιατική | την | Εύα | τις | Εύες |
κλητική | Εύα | Εύες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Η Εύα της Παλαιάς Διαθήκης στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Εύα < ελληνιστική κοινή Εὔα < εβραϊκή חוה (khavá)
Προφορά επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Εύα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Εύα στη Βικιπαίδεια