Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ερυθρός Σταυρός
      γενική του Ερυθρού Σταυρού
    αιτιατική τον Ερυθρό Σταυρό
     κλητική Ερυθρέ Σταυρέ
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ερυθρός Σταυρός < → δείτε τις λέξεις ερυθρός και σταυρός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική Croix-Rouge

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ɾiˈθɾos staˈvɾos/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ερυθρός Σταυρός αρσενικό

  1. ανθρωπιστικό κίνημα και περιλαμβάνει πλήθος οργανώσεων με κοινούς σκοπούς, όπως την περίθαλψη των τραυματιών, την προστασία των αιχμαλώτων πολέμου, τους πρόσφυγες κ.λπ.
  2. (ειδικότερα) το νοσοκομείο «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο Ε.Ε.Σ»

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία