Δείτε επίσης: Διοκλής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διοκλῆς < Ζεύς (γενική Δι(ός) + -ο- -κλῆς (κλέος του Διός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διοκλῆς αρσενικό