Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δημόκριτος οι Δημόκριτοι
      γενική του Δημόκριτου
Δημοκρίτου
των Δημόκριτων
Δημοκρίτων
    αιτιατική τον Δημόκριτο τους Δημόκριτους
Δημοκρίτους
     κλητική Δημόκριτε Δημόκριτοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δημόκριτος

  1. ανδρικό όνομα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δημόκριτος < δημό- + -κριτος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δημόκριτος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. προσωκρατικός φιλόσοφος