Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δευτερονόμιο τα Δευτερονόμια
      γενική του Δευτερονομίου
Δευτερονόμιου
των Δευτερονομίων
    αιτιατική το Δευτερονόμιο τα Δευτερονόμια
     κλητική Δευτερονόμιο Δευτερονόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δευτερονόμιο < (ελληνιστική κοινή) Δευτερονόμιον (δεύτερος + νόμος, νομολογία)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Δευτερονόμιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Σημειώσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία