Δείτε επίσης: δαμασκηνός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δαμασκηνός οι Δαμασκηνοί
      γενική του Δαμασκηνού των Δαμασκηνών
    αιτιατική τον Δαμασκηνό τους Δαμασκηνούς
     κλητική Δαμασκηνέ Δαμασκηνοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δαμασκηνός < δαμασκηνός < ελληνιστική κοινή δαμασκηνός < σημιτικής προέλευσης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.ma.sciˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δα‐μα‐σκη‐νός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δαμασκηνός αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) που κατάγεται από τη Δαμασκό ή κατοικεί εκεί (θηλυκό Δαμασκηνή)
  2. (σπάνιο) ανδρικό όνομα
  3. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Δαμασκηνού)
  4. οικισμός της Άνδρου

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Δαμασκός

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία