Δείτε επίσης: δέσποινα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δέσποινα οι Δέσποινες
      γενική της Δέσποινας των (Δεσποινών)
    αιτιατική τη Δέσποινα τις Δέσποινες
     κλητική Δέσποινα Δέσποινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δέσποινα < προσωνυμία της Παναγίας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Δέσποινα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðe.spi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δέ‐σποι‐να

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δέσποινα θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (χριστιανισμός) προσωνυμία της Θεοτόκου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία