Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γανυμήδης < αρχαία ελληνική Γανυμήδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γανυμήδης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γανυμήδης < γάνυμαι + μῆδος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γανυμήδης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία