Δείτε επίσης: γάλλος, γάλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γάλλος < Γαλλ(ία) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γάλ‐λος
ομόηχα: γάλλος, γάλος

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική Γάλλος Γαλλίδα Γάλλοι Γαλλίδες
γενική Γάλλου Γαλλίδας Γάλλων Γαλλίδων
αιτιατική Γάλλο Γαλλίδα Γάλλους Γαλλίδες
κλητική Γάλλε Γαλλίδα Γάλλοι Γαλλίδες

Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γαλλίδα)

  1. (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Γαλλία ή έχει γαλλική υπηκοότητα
  2. ευνούχος ιερέας της θεάς Κυβέλης στην αρχαία Φρυγία[1]

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  Γαλλία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γάλλος οι Γάλλοι
      γενική του Γάλλου των Γάλλων
    αιτιατική τον Γάλλο τους Γάλλους
     κλητική Γάλλο Γάλλοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Γάλλος αρσενικό (θηλυκό Γάλλου)

Μεταγραφές επεξεργασία