Δείτε επίσης: βῆσσα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Βῆσσ αἱ Βῆσσαι
      γενική τῆς Βήσσης τῶν Βησσῶν
      δοτική τῇ Βήσσ ταῖς Βήσσαις
    αιτιατική τὴν Βῆσσᾰν τὰς Βήσσᾱς
     κλητική ! Βῆσσ Βῆσσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Βήσσ
γεν-δοτ τοῖν  Βήσσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'γλῶσσα' όπως «γλῶσσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βῆσσα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βῆσσα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία