Βυζαντινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βυζαντινός < λόγιο ενδογενές δάνειο: υστερολατινική Byzantinus < byzantinus < Byzantium < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < θρακικά
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βυζαντινός αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) ονομασία που δόθηκε από τους ιστορικούς για τον κάτοικο ή υπήκοο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας) (Βυζαντινής Αυτοκρατορίας)
Συνώνυμα επεξεργασία
- Ελληνορωμαίος (σπάνιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βυζαντινός
|