Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βουργουνδία οι Βουργουνδίες
      γενική της Βουργουνδίας των Βουργουνδιών
    αιτιατική τη Βουργουνδία τις Βουργουνδίες
     κλητική Βουργουνδία Βουργουνδίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η θέση της Βουργουνδίας στο χάρτη της Γαλλίας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουργουνδία < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική Burgundia < Burgundiones (πληθυντικός: Βουργουνδοί)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuɾ.ɣunˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βουρ‐γουν‐δί‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουργουνδία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)