Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βουδαπέστη
      γενική της Βουδαπέστης
    αιτιατική τη Βουδαπέστη
     κλητική Βουδαπέστη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη της Βουδαπέστης.

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουδαπέστη < (άμεσο δάνειο) ουγγρική Budapest + < ένωση πόλεων Buda (Βούδα) + Pest (Πέστη)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vu.ðaˈpe.sti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βου‐δα‐πέ‐στη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουδαπέστη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)