Δείτε επίσης: βίας, βιας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βίας οι Βίαντες
      γενική του Βίαντος των Βιάντων
    αιτιατική τον Βίαντα τους Βίαντες
     κλητική Βίας Βίαντες
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βίας οι Βίες
      γενική του Βία των (Βιών)
    αιτιατική τον Βία τους Βίες
     κλητική Βία Βίες
Μη λόγια κλίση.
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βίας < αρχαία ελληνική Βίας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvi.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βί‐ας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βίας αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, ιδίως προσώπων της ελληνικής μυθολογίας
  2. (ιστορία, φιλοσοφία) αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βίας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /bí.aːs/ προφορά κλασικού 5ου αιώνα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βίας και Βίης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία