Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αχιλλέας οι Αχιλλείς
      γενική του Αχιλλέα
Αχιλλέως
των Αχιλλέων
    αιτιατική τον Αχιλλέα τους Αχιλλείς
     κλητική Αχιλλέα Αχιλλείς
Η γενική -έως', για το αρχαίο όνομα.
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αχιλλέας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἀχιλλεύς με προσαρμογή της κατάληξης -εύς σε -έας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.çiˈle.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐χιλ‐λέ‐ας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αχιλλέας αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία)
    1. ο εγγονός του Αιακού (Ἀχιλλεὺς Αἰακίδης)
    2. γιος του Πηλέα (Ἀχιλλεὺς Πηλείδης), που ήταν βασιλιάς της Φθίας, και της Θέτιδας, μία από τις 50 Νηρηίδες, ο μεγαλύτερος και ο κεντρικός ήρωας της Ιλιάδας του Ομήρου
  2. ανδρικό όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία