Ασιάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασιάτης | οι | Ασιάτες |
γενική | του | Ασιάτη | των | Ασιατών |
αιτιατική | τον | Ασιάτη | τους | Ασιάτες |
κλητική | Ασιάτη | Ασιάτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασιάτης < αρχαία ελληνική Ἀσιάτης. Συγχρονικά αναλύεται σε Ασία + -της
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σι‐ά‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασιάτης αρσενικό (θηλυκό Ασιάτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Ασία
- ※ Νέα γενετική μελέτη δείχνει ότι οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι φέρουν περισσότερα γονίδια Νεάντερταλ από τους Ασιάτες, ενώ οι Αφρικανοί δεν κληρονόμησαν κανένα. Και τα γονίδια που δανειστήκαμε από τα ξαδέλφια μας δεν αποκλείεται να επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και την κατανομή του λίπους στο σώμα.
- Βαγγέλης Πρατικάκης, Οι Ευρωπαίοι «πιο Νεάντερταλ από τους Ασιάτες και τους Αφρικανούς», Το Βήμα, 2 Απριλίου 2014
- ※ Νέα γενετική μελέτη δείχνει ότι οι σύγχρονοι Ευρωπαίοι φέρουν περισσότερα γονίδια Νεάντερταλ από τους Ασιάτες, ενώ οι Αφρικανοί δεν κληρονόμησαν κανένα. Και τα γονίδια που δανειστήκαμε από τα ξαδέλφια μας δεν αποκλείεται να επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και την κατανομή του λίπους στο σώμα.
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ασιάτες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ασιάτης