Δείτε επίσης: Ἀσιάτης, ασιάτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασιάτης οι Ασιάτες
      γενική του Ασιάτη των Ασιατών
    αιτιατική τον Ασιάτη τους Ασιάτες
     κλητική Ασιάτη Ασιάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασιάτης < αρχαία ελληνική Ἀσιάτης. Συγχρονικά αναλύεται σε Ασία + -της

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.siˈa.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σι‐ά‐της

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασιάτης αρσενικό (θηλυκό Ασιάτισσα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία