Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αμώς αρσενικό

  1. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  2. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία