Δείτε επίσης: αλωνάρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλωνάρης < επειδή είναι η περίοδος που αλωνίζουν τα δημητριακά

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλωνάρης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία