Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αικατερίνη οι Αικατερίνες
      γενική της Αικατερίνης των Αικατερινών
    αιτιατική την Αικατερίνη τις Αικατερίνες
     κλητική Αικατερίνη Αικατερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αικατερίνη < ελληνιστική κοινή Αἰκατερίνη / Αἰκατερίνα < (ίσως) *Εκατερίνη < Ἑκατερός < ἑκάτερος.[1] [2]
Από την αρχαία εποχή παρετυμολογείται από το καθαρός, και γι’ αυτό έχουμε σε ξενόγλωσσες παραλλαγές του ονόματος το th: Catherine.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ka.teˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αι‐κα‐τε‐ρί‐νη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αικατερίνη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. ή < Ἑκάτη.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.