Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Όρεγκον < (άμεσο δάνειο) αγγλική Oregon

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Όρεγκον ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία