Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

żelazo < πρωτοσλαβική želězo

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʒɛˈla.zɔ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

żelazo (pl) αρσενικό

  1. το σίδερο, μεταλλικό υλικό που περιέχει αρκετή ποσότητα σιδήρου
  2. (χημεία) ο σίδηρος
  3. το σιδερικό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία