Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
żelazo
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Πολωνικά (pl)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Εκφράσεις
1.3.2
Συγγενικά
Πολωνικά
(pl)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
żelazo
<
πρωτοσλαβική
želězo
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʒɛˈla.zɔ
/
ⓘ
Ήχος
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
żelazo
(pl)
αρσενικό
το
σίδερο
, μεταλλικό υλικό που περιέχει αρκετή ποσότητα σιδήρου
(
χημεία
) ο
σίδηρος
το
σιδερικό
Εκφράσεις
επεξεργασία
kuć żelazo, póki gorące
:
στη βράση κολλάει το σίδερο
Συγγενικά
επεξεργασία
odżelazić
odżelaziony
żelazawy
żelazisty
żelazko
żelazny
żelazować
żelazowy