Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łączenie łączenia
γενική łączenia łączeń
δοτική łączeniu łączeniom
αιτιατική łączenie łączenia
οργανική łączeniem łączeniami
τοπική łączeniu łączeniach
κλητική łączenie łączenia

  Ετυμολογία επεξεργασία

łączenie < łączyć

  Ουσιαστικό επεξεργασία

łączenie (pl) ουδέτερο

  1. η ένωση, η μάτιση, το ένωμα
  2. η ενοποίηση