łączenie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | łączenie | łączenia |
γενική | łączenia | łączeń |
δοτική | łączeniu | łączeniom |
αιτιατική | łączenie | łączenia |
οργανική | łączeniem | łączeniami |
τοπική | łączeniu | łączeniach |
κλητική | łączenie | łączenia |
Ετυμολογία επεξεργασία
łączenie < łączyć
Ουσιαστικό επεξεργασία
łączenie (pl) ουδέτερο