Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĝojigi < ĝoj + -ig- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĝojigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĝojigas ĝojiganta ĝojigata
αόριστος ĝojigis ĝojiginta ĝojigita
μέλλοντας ĝojigos ĝojigonta ĝojigota
υποθετική ĝojigus - -
προστακτική ĝojigu - -

ĝojigi (eo)