ĝardenisto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝardenisto | ĝardenistoj |
αιτιατική | ĝardeniston | ĝardenistojn |
ĝardenisto (eo)
- ο κηπουρός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝardenisto | ĝardenistoj |
αιτιατική | ĝardeniston | ĝardenistojn |
ĝardenisto (eo)