Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉarmi < ĉarm + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĉarmi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĉarmas ĉarmanta ĉarmata
αόριστος ĉarmis ĉarminta ĉarmita
μέλλοντας ĉarmos ĉarmonta ĉarmota
υποθετική ĉarmus - -
προστακτική ĉarmu - -

ĉarmi (eo)