éventuel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vɑ̃.tɥɛl/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éventuel | éventuels |
θηλυκό | éventuelle | éventuelles |
éventuel (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éventuel | éventuels |
θηλυκό | éventuelle | éventuelles |
éventuel (fr) αρσενικό