Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

éventail < éventer < vent

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
éventail éventails

éventail (fr) αρσενικό

  1. η βεντάλια
    tout le monde, dans le métro, avait son éventail - ο καθένας, στο μετρό, είχε τη βεντάλια του
  2. η ποικιλίαφάσμα
    il a proposé un grand éventail de solutions - πρότεινε μια μεγάλη ποικιλία λύσεων
  3. η κλίμακα
    dans un large éventail - σε μεγάλη κλίμακα

Εκφράσεις επεξεργασία