éteint
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éteint < éteindre
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éteint | éteints |
θηλυκό | éteinte | éteintes |
éteint (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éteint | éteints |
θηλυκό | éteinte | éteintes |
éteint (fr)