épisode
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- épisode < épisodie < ελληνική ἐπεισόδιον
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
épisode | épisodes |
épisode (fr) αρσενικό
- το επεισόδιο
ενικός | πληθυντικός |
épisode | épisodes |
épisode (fr) αρσενικό