écliptique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écliptique | écliptiques |
écliptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écliptique | écliptiques |
écliptique (fr) θηλυκό
- (αστρονομία) εκλειπτική