échouement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
échouement | échouements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
échouement (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η τυχαία προσάραξη ενός πλωτού μέσου
ενικός | πληθυντικός |
échouement | échouements |
échouement (fr) αρσενικό