échevelé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- échevelé < → δείτε τη λέξη écheveler
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échevelé | échevelés |
θηλυκό | échevelée | échevelées |
échevelé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | échevelé | échevelés |
θηλυκό | échevelée | échevelées |
échevelé (fr)