ébréchure
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ébréchure < ébrécher
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ébréchure | ébréchures |
ébréchure (fr) θηλυκό
- μικρό κομμάτι που αποκόπηκε ή έσπασε από ένα αντικείμενο
ενικός | πληθυντικός |
ébréchure | ébréchures |
ébréchure (fr) θηλυκό