Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ébonite < (άμεσο δάνειο) αγγλική ebonite < ebony (έβενος), λόγω του μαύρου χρώματος του υλικού + -ite

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.bɔˈnit/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
ébonite ébonites

ébonite (fr) θηλυκό