compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 08:00, 25 Ιανουαρίου 2006

Γαλλικά

Ουσιαστικό

Un compte, des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Βλέπε επίσης

compter, comptabilité